- ἀμφόδων
- ἄμφοδονstreetneut gen plἄμφοδοςstreetfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφόδων — ἀμφόδων ( οντος), ο (Α) ο ἀμφώδων* … Dictionary of Greek
αμφ(ι)- — Γλωσσ. α συνθετικό λέξεων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής καθώς και επιστημονικών όρων, με μεγάλη παραγωγικότητα. Προέρχεται από την αρχαία λέξη ἀμφί, που λειτουργεί ως πρόθεση και επίρρημα. Κατά τη σύνθεση, το τελικό φωνήεν ι άλλοτε… … Dictionary of Greek
αμφοδάρχης — (I) ἀμφοδάρχης, ο (Α) ο επικεφαλής ενός τετραγώνου ή μιας συνοικίας (βλ ἄμφοδον) [ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμφοδον + αρχης < ἄρχω]. (II) ο αρχ. αξιωματούχος της ελληνιστικής εποχής στην Αίγυπτο, που αρχικά είχε ως καθήκον την επιθεώρηση των οδών (αμφόδων) … Dictionary of Greek
αμφοδόντωση — η τεχνολ. η διάταξη τών δοντιών σε ένα πριόνι έτσι που και από τις δυο πλευρές να αποκλίνουν από το επίπεδο τής λεπίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο ελληνικός όρος πλάστηκε < αρχ. ἀμφόδων ή ἀμφώδων, οντος «αυτός που έχει δόντια και στις δύο σιαγόνες» + κατάλ.… … Dictionary of Greek
οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… … Dictionary of Greek